βαμβακοκάρυον

βαμβακοκάρυον
το коробочка хлопка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαμβακοκάρυον" в других словарях:

  • βαμβακοκάρυο — το το καρύδι του μπαμπακιού, το οποίο περιέχει τις ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κάρυο. Ηλ., στον λόγιο τ. βαμβακοκάρυον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»